- κυλίνδρωμα
- τοιατρ. καλοήθες ή κακόηθες επιθηλιακό νεόπλασμα, ανάλογα με την εντόπιση του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindrome < cylindr(o)- (< λατ. cylindrus < κύλινδρος) + κατάλ. -ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].
Dictionary of Greek. 2013.